- τερματικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που βρίσκεται στο τέρμα2. το ουδ. ως ουσ. το τερματικό(πληροφ.) θέση εργασίας σε ηλεκτρονικό μηχανογραφικό σύστημα από όπου δίνονται οι εντολές στην κεντρική μνήμη για αποθήκευση και ανάκληση στοιχείων και το οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μπορεί να περιλαμβάνει πληκτρολόγιο, οθόνη, εκτυπωτικό μηχάνημα, μαγνητική κασέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατος, απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. terminal (< λατ. terminus < termen, -inis, βλ. και λ. τέρμα). Το επίθ. τερματικός μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.