τερματικός

τερματικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που βρίσκεται στο τέρμα
2. το ουδ. ως ουσ. το τερματικό
(πληροφ.) θέση εργασίας σε ηλεκτρονικό μηχανογραφικό σύστημα από όπου δίνονται οι εντολές στην κεντρική μνήμη για αποθήκευση και ανάκληση στοιχείων και το οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μπορεί να περιλαμβάνει πληκτρολόγιο, οθόνη, εκτυπωτικό μηχάνημα, μαγνητική κασέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατος, απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. terminal (< λατ. terminus < termen, -inis, βλ. και λ. τέρμα). Το επίθ. τερματικός μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τερματικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με το τέρμα, το τέλος κάποιου συστήματος. 2. το ουδ. ως ουσ., τερματικό υπονοεί την οθόνη και το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • τερματικό — το, Ν (πληροφ.) βλ. τερματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”